παναυγής

παναυγής
παναυγής, -ές (Α)
(ποιητ. λ.) αυτός που λάμπει παντού, ολοφώτεινος, ολόλαμπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -αυγής (< αὐγή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παναυγής — allbright masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναυγεῖς — παναυγής allbright masc/fem acc pl παναυγής allbright masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναυγές — παναυγής allbright masc/fem voc sg παναυγής allbright neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναυγέος — παναυγής allbright masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”